γλυκαίνω

γλυκαίνω
(AM γλυκαίνω)
Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό
2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας
3. γίνομαι γλυκός
4. μαγεύω
γοητεύω
μσν.- νεοελλ.
1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση
2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο»)
3. δίνω σε κάποιον χαρά
4. γίνομαι ήπιος, καλοσυνεύω («γλύκανε ο καιρός», «ο κύρης τού Ρωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει»)
5. καταπραΰνομαι, ανακουφίζομαι
αρχ.
μουσ. παράγω γλυκό ήχο. IΙ. γλυκαίνομαι
1. γίνομαι γλυκός
2. αισθάνομαι γλυκύτητα
μσν.- νεοελλ.
νιώθω ευχαρίστηση από κάτι και τό επιδιώκω συχνά, καλοσυνηθίζω σε κάτι (παροιμ., «γλυκάθη η γριά στα σύκα κι όλη μέρα τ' αναζήτα»)
νεοελλ.
1. (φυτ.) «γλυκαίνονται οι ρίζες» — κόβονται οι ρίζες κατά τη μεταφύτευση
2. || (παθ. μτχ. ως ουσ.) γλυκασμένη
η ευλογιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς (πρβλ. πικραίνω) αντί *γλυκύνω, με ανομοίωση κατά προφύλαξη από τη χασμωδία τών δύο αλλεπάλληλων -υ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γλυκαίνω — sweeten pres subj act 1st sg γλυκαίνω sweeten pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκαίνω — γλυκαίνω, γλύκανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γλυκαίνω — γλύκανα, γλυκάθηκα, γλυκαμένος 1. κάνω κάτι γλυκό: Δε γλύκανα πολύ το σιρόπι για τα μελομακάρονα. 2. μτφ., ανακουφίζω, καταπραΰνω: Τα λόγια σου μου γλύκαναν τον πόνο. 3. αμτβ., γίνομαι γλυκός: Το τσάι γλυκάθηκε γιατί έβαλα μέσα μέλι. 4. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκαινομένων — γλυκαίνω sweeten pres part mp fem gen pl γλυκαίνω sweeten pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκαινόμεθα — γλυκαίνω sweeten pres ind mp 1st pl γλυκαίνω sweeten imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκαινόμενον — γλυκαίνω sweeten pres part mp masc acc sg γλυκαίνω sweeten pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκαινόντων — γλυκαίνω sweeten pres part act masc/neut gen pl γλυκαίνω sweeten pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκανεῖ — γλυκαίνω sweeten fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) γλυκαίνω sweeten fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκαῖνον — γλυκαίνω sweeten pres part act masc voc sg γλυκαίνω sweeten pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκαίνει — γλυκαίνω sweeten pres ind mp 2nd sg γλυκαίνω sweeten pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”